Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τήραγμα — το, ατος κοίταγμα: Άγριο τήραγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τήραγμα — το, Ν [τηράζω] βλέμμα, κοίταγμα … Dictionary of Greek